- πισσόχαρτο
- το, Ντεχνολ. αδιάβροχο χαρτί το οποίο παρασκευάζεται με την επάλειψη χονδρών φύλλων χαρτιού με διάλυμα πίσσας σε τερεβινθέλαιο και χρησιμοποιείται για τη συσκευασία αντικειμένων που πρέπει να προφυλαχθούν από την υγρασία, για την επιστέγαση πρόχειρων κτισμάτων κ.ά. εφαρμογές.
Dictionary of Greek. 2013.