πισσόχαρτο

πισσόχαρτο
το, Ν
τεχνολ. αδιάβροχο χαρτί το οποίο παρασκευάζεται με την επάλειψη χονδρών φύλλων χαρτιού με διάλυμα πίσσας σε τερεβινθέλαιο και χρησιμοποιείται για τη συσκευασία αντικειμένων που πρέπει να προφυλαχθούν από την υγρασία, για την επιστέγαση πρόχειρων κτισμάτων κ.ά. εφαρμογές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πισσόχαρτο — το χαρτόνι αλειμμένο ή ποτισμένο με πίσσα, για την κάλυψη στεγών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατραμόχαρτο — το χοντρό αδιάβροχο χαρτί αλειμμένο με κατράμι, πισσόχαρτο …   Dictionary of Greek

  • πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • κατραμόχαρτο — το χοντρό χαρτί αλειμμένο με πίσσα, πισσόχαρτο: Το κάλυψε μ ένα κατραμόχαρτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”